- ναρκοθέτιδα
- και ναρκοθέτις, ηναυτ. το ναρκοβόλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + -θέτις (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ιστο-θέτιδα. Η λ., στον λόγιο τ. ναρκοθέτις, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναρκοθέτιδα — η ειδικό πλοίο για τη ναρκοθέτηση θαλάσσιας περιοχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
τορπιλ(λ)οθέτιδα — και λόγ. τ. τορπιλλοθέτις, ιδος, η, Ν (στρ. ναυτ.) (παλ. όρος) η ναρκοθέτιδα, πολεμικό πλοίο που ποντίζει τις νάρκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + θέτιδα, θηλ. τού θέτης (< τίθημι), πρβλ. ναρκο θέτιδα. Η λ., στον λόγιο τ. τορπιλλοθέτις,… … Dictionary of Greek
Κατσώνης — Υποβρύχιο του ελληνικού πολεμικού στόλου, το οποίο ναυπηγήθηκε την περίοδο 1926 27 στη Γαλλία. Είχε εκτόπισμα 556 τόνων στην επιφάνεια και 775 σε κατάδυση και η ταχύτητά του ήταν 14 και 9 κόμβοι αντίστοιχα. Το Κ. ήταν εξοπλισμένο με έξι… … Dictionary of Greek